- ἀμβλύτερος
- ἀμβλύςbluntmasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αντοφείλω — ἀντοφείλω (Α) χρωστώ χάρη ή ευεργεσία («ὁ δ ἀντοφείλων ἀμβλύτερος» αυτός όμως που χρωστάει χάρη σε άλλον δεν είναι πολύ πρόθυμος στην ανταπόδοση της οφειλής του, Θουκυδ.) … Dictionary of Greek
στομώνω — στομῶ, όω, ΝΜΑ [στόμα] βυθίζω πυρακτωμένο εργαλείο από σίδηρο σε νερό για να γίνει ανθεκτικότερο ή καλύπτω τις ακμές του με χάλυβα, κν. βάφω (α. «στομώνω την αξίνα» β. «ἔγχος ἐστομωμένον», επιγρ.) νεοελλ. 1. (αμτβ.) γίνομαι αμβλύτερος, λιγότερο… … Dictionary of Greek
ԲԹԱԳՈՅՆ — (գունի, ից.) NBH 1 487 Chronological Sequence: Unknown date, 6c ա. ἁμβλύτερος, ἁμβλύτατος hebetior, obtusior Կարի բթացեալ. առաւել բութ եւ գուլ: Նմանութեամբ, Տկարագոյն, կամ Որ դժուարաւ ըմբռնէ. *(Ծերոց) ականջք՝ դժուարալուրք, եւ իւրաքանչիւր ոք… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)